- ρινοσκοπία
- και ρινοσκόπηση, η, Νιατρ. μέθοδος εξέτασης τών ρινικών κοιλοτήτων που λέγεται πρόσθια, όταν γίνεται διά μέσου τών ρωθώνων με ρινοσκόπιο, ή οπίσθια, όταν γίνεται από τον ρινοφάρυγγα με το ρινοφαρυγγοσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinoscopy < ῥίς, ῥινός + -σκοπία (< -σκόπος). Ο τ. ρινοσκοπία μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].
Dictionary of Greek. 2013.